“Δε μπορώ.. ντρέπομαι”
Υπάρχουν διάφορες μορφές αυτοπαρεμπόδισης. Η ντροπή, η συστολή και το κοινωνικό άγχος, συχνά συνδυάζονται και μπορεί να ενισχύονται αμοιβαία σε κοινωνικές καταστάσεις, όπου νιώθουμε εκτεθειμένοι ή απειλούμενοι.

Η ντροπή είναι μια αντίδραση που μπορεί να προκύψει, όταν νιώθουμε ότι έχουμε κάνει κάτι λάθος. Αισθανόμαστε σαν να έχουμε ή έχουμε παραβιάσει κοινωνικούς κανόνες ή πρότυπα, ή ότι έχουμε αποτύχει να ανταποκριθούμε σε προσδοκίες, είτε αυτές είναι πραγματικές, είτε φανταστικές. Η ντροπή μπορεί να προκαλέσει ένα αίσθημα αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με τον εαυτό μας.
Η φυσική συστολή είναι ένα ιδιοσυγκρασιακό γνώρισμα (διαφέρει από την εσωστρέφεια). Μερικοί άνθρωποι ‘κοκκινίζουν’ από ντροπή και πιθανόν αναπτύσσουν συμπτώματα παρόμοια με τους άγχους στην αλληλεπίδρασή τους με τους άλλους, χωρίς να σημαίνει ότι αυτό είναι απαραίτητα ενοχλητικό για τους ίδιους.
Το κοινωνικό άγχος είναι η ανησυχία ή ανασφάλεια που προκαλείται από κοινωνικές καταστάσεις ή αλληλεπιδράσεις. Μπορεί να προκληθεί από φόβους για την αξιολόγηση, την απόρριψη ή την κριτική από άλλους και μπορεί να οδηγήσει στην κριτική και στην απόσυρση.
Στη θεραπεία διερευνώνται αρχικά οι αιτίες που δημιουργούν το αίσθημα της ντροπής σε κοινωνικό επίπεδο, αλλά και το πως λειτουργεί η ντροπή ως εμπόδιο στη θεραπευτική αλληλεπίδραση. Η απόκτηση αυτογνωσίας, η αναγνώριση των αιτιών που δημιουργούν και συμβάλλουν στη δυσκολία, αλλά και η εκμάθηση κατάλληλων δεξιοτήτων, αυξάνει την αυτοπεποίθηση.